- αἰτιολογεῖ
- αἰτιολογέωinquire into causespres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)αἰτιολογέωinquire into causespres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιτιολογικός — ή, ό (Α αἰτιολογικός, ή, όν [αἰτιολογῶ] 1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι 2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το… … Dictionary of Greek
γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
Πυρρός, Ανδρέας — Μελωδός της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έζησε στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αι. Φαίνεται ότι ήταν μοναχός. Μελοποίησε πολλά τροπάρια, που αναφέρονται στα λειτουργικά βιβλία ως έργα Ανδρέου Πυρρού. Ο Κρουμβάχερ τον ονομάζει Πύρρο,… … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek